Για παράδειγμα, ένα mini market έχει έσοδα από πωλήσεις εμπορευμάτων, όπως αναψυκτικά, τσιπς κ.τλ τα οποία υπάγονται σε ΦΠΑ αλλά και από τσιγάρα τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο. Επίσης, ο επιχειρηματίας έχει έξοδα για τα τηλέφωνα, το ρεύμα, κ.τλ τα οποία επίσης υπόκεινται σε ΦΠΑ. Όμως δεν μπορεί να εκπέσει όλο το φόρο των εξόδων του αλλά μόνο ένα ποσοστό, αφού τα έξοδα αυτά αφορούν και στην πώληση των τσιγάρων τα οποία απαλλάσσονται.
Το ποσοστό αυτό βρίσκεται με βάση κλάσμα που έχει ως αριθμητή το ποσό του ετήσιου κύκλου εργασιών, χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, που αφορά πράξεις για τις οποίες παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου και ως παρονομαστή το ποσό των πράξεων που αναφέρονται στον αριθμητή, καθώς και των πράξεων για τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης.
Ο επιμερισμός του προς έκπτωση ή μη φόρου γίνεται μόνο για το φόρο των κοινών δαπανών και για τον προσδιορισμό του ποσοστού έκπτωσης στον παρονομαστή του κλάσματος περιλαμβάνονται και οι απαλλασσόμενες και οι εξαιρούμενες εκροές.
Το ποσοστό που προκύπτει από το κλάσμα μας δίνει το ποσοστό του ΦΠΑ των συνολικών εισροών που μπορούμε να εκπέσουμε από τον ΦΠΑ των εκροών του έτους. Αν κατά τη διάρκεια του έτους έχουμε αποδώσει λιγότερο φόρο τότε αποδίδουμε με την υποβολή της δήλωσης pro rata το χρεωστικό υπόλοιπο που προκύπτει . Αν δεν προκύπτει διαφορά τότε απλώς υποβάλλουμε μηδενική δήλωση.