Όταν υπάρχει σύμβαση έργου, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και επομένως δεν καταβάλλονται από τον εργοδότη τα προβλεπόμενα υποχρεωτικά δώρα, άδειες και επιδόματα (πχ κανονική αδείας, επίδομα αδείας, ατυχήματος, ασθενείας, εγκυμοσύνης) και δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής νόμιμης αποζημίωσης σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων αυτών. Επιπλέον, ο εργοδότης δεν επιβαρύνεται με εργοδοτικές εισφορές.
Στην περίπτωση που ο χρόνος κι ο τόπος εργασίας του εργολάβου κάνουν τη σύμβαση να μοιάζει με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δηλαδή o εργολάβος απασχολείται αποκλειστικά στο χώρο του εργοδότη και με πλήρες ωράριο, έτσι ώστε να μην ασχολείται με άλλους πελάτες, ο εργοδότης υποχρεούται να ασφαλίσει τον εργολάβο στο ΙΚΑ καταβάλλοντας τις ανάλογες εισφορές.
Η σύμβαση έργου δεν είναι υποχρεωτικό να συναφθεί εγγράφως, μπορεί να συναφθεί και προφορικά και λύεται με την παράδοση του έργου, χωρίς να απαιτείται άλλη ενέργεια, εκτός από την αναγγελία της λύσης στο αρμόδιο γραφείο ΟΑΕΔ κι αυτό στην περίπτωση που υπήρχε υποχρέωση ασφάλισης του εργολάβου στο ΙΚΑ.
Σύμφωνα με το νόμο 3846/2010, όλες οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ή έργου, αορίστου ή ορισμένου χρόνου, τεκμαίρονται ότι υποκρύπτουν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα συνεχείς μήνες ενώ επιπλέον καταργείται η υποχρέωση γνωστοποίησης των συμβάσεων στην τοπική Επιθεώρηση Εργασίας. Ο εργοδότης καλείται να αποδείξει ότι δεν πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη είναι αν ο απασχολούμενος εργάζεται υπό τον έλεγχο και τις οδηγίες του εργοδότη, που είναι δυνατό να εκδηλώνεται με διαφορετικές μορφές (π.χ. καθορισμός του τόπου, τρόπου και ωραρίου εργασίας κ.λπ.), ενώ ο τρόπος πληρωμής του απασχολούμενου δεν είναι πάντα καθοριστικός.